άγω

άγω
(Α ἄγω)
1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω
στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα
με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a-ke)
2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο, πορεύομαι, πηγαίνω
3. (για χρόνο) περνώ, διάγω, διανύω, διατρέχω
νεοελλ.
1. οι τύποι άι, ά, άμε, άιντε, άντε, άμετε, αμέτε, άιστε, άστε κ.ά. ως παρακελευσματικό μόρια
εμπρός!
2. φρ. «άγεται και φέρεται», λέγεται για τον άβουλο άνθρωπο που τόν κάνουν ό,τι θέλουν
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. παίρνω μαζί μου, αποκομίζω
2. προσάγω, φέρνω
3. (για πλοία) μεταφέρω ως φορτίο
4. επιφέρω, προξενώ, προκαλώ
5. αποτελώ στήριγμα για κάτι, υποστηρίζω
6. εκτείνω, επεκτείνω, διαδίδω
7. Ιατρ. αποβάλλω, αφαιρώ
8. κλίνω, ρέπω
9. αποδίδω, απονέμω
10. ανατρέφω, εκπαιδεύω
11. σύρω, τραβώ, εκτείνω κατά μήκος
12. τελώ, εορτάζω
13. τηρώ, φυλάσσω, διατηρώ
14. θεωρώ, νομίζω
15. συμπεριφέρομαι
16. έχω ένα ορισμένο βάρος, ζυγίζω
17. φρ. «ἄγω καὶ φέρω», λεηλατώ, ερημώνω
«φέρω καὶ ἄγω», μεταφέρω, συνάγω
ΙΙ. μέσ.
1. παίρνω κάτι για τον εαυτό μου, παίρνω μαζί μου
2. παίρνω κάτι για κάποιον, τού πηγαίνω
3. μεταφέρω
4. φρ. «ἄγομαι (γυναίκα)», παίρνω για γυναίκα μου, παντρεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αντιστοιχεί στο λατ. ago και σανσκρ. αg-ati που ανάγονται σε ΙΕ ρίζα ag. Τα νεοελλ. άμε < άγωμε < αρχ. ἄγωμεν και άντε < άτε < άετε < ἄγετε. Αρχικά το ρ. χρησιμοποιείται με τη σημασία τού «μεταφέρω», «οδηγώ αγέλη ζώων ή σκλάβων». Ήδη στον Όμηρο η έννοια ευρύνεται και σημαίνει γενικά «οδηγώ» και ειδικότερα «οδηγώ στρατιώτες» (συνώνυμο τού ἡγοῦμαι). Έτσι η αρχική του σημασία εκφράζεται με το «ἐλαύνω». Οι προστακτικές ἄγε, ἄγετε με τη σημασία «εμπρός», «λοιπόν» χρησιμοποιούνται ως επιρρήματα.
ΠΑΡ. αγωγή, αγωγός, άξιος αρχ. ἀγή, πιθ. το ἄγημα, ἀγινέω, ἀγος (στα σύνθετα κυρίως στραταγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός, κυνηγός, χορηγός, αρχηγός), ἀγυιά, ἀγων, ἄξων.
ΣΥΝΘ. Με πολλές προθέσεις, π.χ. αν-, απ-, δι-, εν-, εξ-, επ-, προσ-, υπερ- κ.ά.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άγω — βλ. πίν. 135 (μόνο στον ενεστ.) Σημειώσεις: άγω, άγομαι : κυρίως σε στερεότυπες εκφρ., όπως άγεται και φέρεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἁγώ — ἀγώ , ἀγός leader masc nom/voc/acc dual ἐγώ , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγω — ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άγω — άγομαι (συνήθως σύνθετο: εξάγω, εισάγω, παράγω, προάγω κτλ.), φέρνω, οδηγώ: Αυτός άγεται και φέρεται από τη μητέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγώ(γ)ι — το 1. το φορτίο που μεταφέρεται με αμοιβή: Αυτό, εκείνη την ημέρα, ήταν το δεύτερο αγώι που έκανε. 2. αμοιβή για τη μεταφορά, τα αγωγιάτικα: Zήτησε μεγάλο αγώι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγῶ — ἀ̱γῶ , ἄγνυμι break aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἀ̱γῶ , ἀγάω imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγάω pres imperat mp 2nd sg ἀγάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀγάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγῷ — ἀγάω pres opt act 3rd sg ἀγάζω exalt overmuch fut opt act 3rd sg ἀγός leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγώ — ἀγός leader masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐδ’ ὅσον κνήσασθαι τὸ οὖς σχωλὴν ἄγω. — См. Недосуг носа утереть …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἄγω — ἄγω , ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg ἄγω , ἄγω lead pres subj act 1st sg ἄγω , ἄγω lead pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”